- ανθρακοειδής
- ης, ες углевидный, похожий на уголь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνθρακοειδής — like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακοειδής — (Α ἀνθρακοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα του άνθρακα … Dictionary of Greek
ἀνθρακοειδεῖ — ἀνθρακοειδής like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνθρακοειδής like masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακοειδές — ἀνθρακοειδής like masc/fem voc sg ἀνθρακοειδής like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανθρακώδης — (Α ἀνθρακώδης, ες) ανθρακοειδής* νεοελλ. ανθρακοφόρος, ανθρακούχος … Dictionary of Greek